- ταχυδρόμισμα
- το, -ατοςταχυδρόμηση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταχυδρόμισμα — το, Ν [ταχυδρομίζω] ταχυδρόμιση … Dictionary of Greek